- λειανεύω
- [λειανός]1. κάνω κάτι λεπτό2. γίνομαι λεπτός, λιγνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειάνεμα — το [λειανεύω] το αποτέλεσμα τού λειανεύω, εκλέπτυνση … Dictionary of Greek
λειανός — ή, ό 1. λεπτός, λιγνός, ισχνός («λειανά δάχτυλα») 2. το ουδ. ως ουσ. τα λειανά κέρματα, ψιλά 3. φρ. «κάνε μού τα λειανά» ή «δεν μού τά κάνεις λειανά;» εξήγησέ μου λεπτομερώς, δώσε μου περισσότερες εξηγήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λείος + κατάλ. ανός,… … Dictionary of Greek
λιανεύω — βλ. λειανεύω … Dictionary of Greek